ἀσσαρίων

ἀσσαρίων
ἀσσάριον
assarius
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δυπόνδιος — ο 1. ρωμαϊκό μέτρο και νόμισμα με βάρος και αξία δύο ασσαρίων 2. μέτρο μήκους ίσο με δύο πόδια …   Dictionary of Greek

  • τετράσσαρον — τὸ, Α χάλκινο ρωμαϊκό νόμισμα που είχε αξία τεσσάρων ασσαρίων και ισοδυναμούσε με έναν σηστέρτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ἀσσάριον «χάλκινο ρωμαϊκό νόμισμα» (< λατ. assarius)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”